PRESBYTER — I. PRESBYTER Hebr. Zeken, i. e. Senior, nomen titulusque eminentioribus olim, adeoque Praefectis Iuridicis Israelitarum, iam per intervallum Legis dationem in Sinai antevertens, tribui solitus et quidem his inprimis, uti vidimus supra, voce Iudex … Hofmann J. Lexicon universale
επαναβιβάζω — ἐπαναβιβάζω (Α) (μτβ. τού επαναβαίνω) 1. ανεβάζω πάνω σε κάτι 2. αυξάνω την τιμή («ὅστις τολμήσει ἐνοίκιον ἐπαναβιβάσαι») … Dictionary of Greek
επανατείνω — ἐπανατείνω (AM) (Α και ποιητ. τ. έπαντείνω) [τείνω] μσν. μέσ. ανταποδίδω κάτι («ἀντ εὐεργεσίας σοι τὰ ἀνήκεστα τόλμηρῶς ἐπανετείνετο», Μηναία) αρχ. 1. τεντώνω προς τα πάνω, σηκώνω ψηλά («ἐπανατείνας τὸν τράχηλον, παῑε, ἔφη», Ξεν.) 2. μτφ. παρέχω… … Dictionary of Greek
θαρραλέος — α, ο (AM θαρσαλέος, νεώτ. αττ. τ. θαρραλέος, α, ον) άφοβος, τολμηρός, γεμάτος θάρρος (α. «θαρραλέος μαχητής» β. «θαρσαλέα φωνά», Πίνδ.) αρχ. 1. αυτός στον οποίο πιστεύει κανείς, στον οποίο έχει εμπιστοσύνη κανείς, αυτός που εμπνέει θάρρος… … Dictionary of Greek
Αγριππίνα — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Α. η πρεσβύτερη (14 π.Χ. – 33 μ.Χ.). Κόρη του Μάρκου Βιψάνιου Αγρίππα και της Ιουλίας, κόρης του Οκταβιανού Αυγούστου. Παντρεύτηκε τον δεύτερο εξάδελφό της Γερμανικό, γύρω στο 5 μ.Χ. Τον ακολούθησε σε όλες σχεδόν τις… … Dictionary of Greek
Αθαλία — I (9oς αι. π.Χ.). Βασίλισσα της Ιουδαίας (841 835 π.Χ.), κόρη του βασιλιά του Ισραήλ Αχαάβ και της Ιεζάβελ, σύζυγος του βασιλιά των Ιουδαίων Ιωράμ, γνωστή και ως Γοθολία. Γυναίκα ανήθικη και φιλόδοξη, μετά τον θάνατο του γιου της Οχοζία εξόντωσε… … Dictionary of Greek
Αιγινητών, εορτή — Γιορτή που γινόταν κάθε χρόνο (επί 16 μέρες) στην Αίγινα, προς τιμήν του Ποσειδώνα. Όσοι μετείχαν σε αυτή έτρωγαν μαζί σιωπηλά, κατά οικογένειες, χωρίς ξένους ή δούλους (μονοφάγοι, κατά τον Πλούταρχο). Αυτό γινόταν επειδή οι συγγενείς των λίγων Α … Dictionary of Greek
Ακταίων — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Αρισταίου και της Αυτονόης, κόρης του βασιλιά των Θηβών Κάδμου. Ήταν άριστος και ατρόμητος κυνηγός και διδάχτηκε την τέχνη του κυνηγιού από τον κένταυρο Χείρωνα. Η πιο διαδεδομένη παράδοση σχετικά με τον Α. ήταν ότι … Dictionary of Greek
αντιύλη — Είδος ύλης το οποίο θεωρητικά αποτελείται από σωματίδια αντίθετου φορτίου από εκείνα που αποτελούν τη συνήθη ύλη. Θεωρητικά πάντα, όταν ένα κομμάτι ύλης συναντήσει ένα κομμάτι αντιύλης, θα εξαφανιστούν και τα δύο. Τα άτομα από τα οποία… … Dictionary of Greek
Αρβάλης, Παναγιώτης — (Τρίπολη 1779 – Βυτίνα 1821).Φιλικός. Έμπορος στο επάγγελμα, προσέφερε πολύτιμες υπηρεσίες στην προετοιμασία του Αγώνα. Το 1819, σε ηλικία 40 ετών, κατηχήθηκε στη Φιλική Εταιρεία από τον Νικηφόρο Παμπούκη και διορίστηκε ταμίας της Εφορείας που… … Dictionary of Greek